- ανταποστροφή
- ἀνταποστροφή, η (Α) (για τόπους) το να είναι στραμμένοι, να βλέπουν προς αντίθετα σημεία του ορίζοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταποστροφήν — ἀνταποστροφή turning away from one another fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)